Το τελευταίο μήνα έγινε ο εξής μετασχηματισμός του «ελληνικού προβλήματος»:
Πρώτον, δεν είναι πια μόνον, ή κυρίως, «ελληνικό». Έγινε πρόβλημα συνολικά της ευρωζώνης και, πρωτίστως, πρόβλημα ανθεκτικότητας του ευρώ. Υποβαθμίστηκε το χρέος και των άλλων δύο χωρών που βρίσκονται σε μηχανισμό στήριξης, ομολογήθηκε ότι – παρά την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος στην Ελλάδα – το ελληνικό χρέος είναι πια «μη βιώσιμο» και εκφράστηκαν ανοικτά (και ημί-επίσημα πλέον) αμφιβολίες για την διατήρηση του κοινού νομίσματος. Τις τελευταίες μέρες μάλιστα, είχε χτυπηθεί και η Ιταλία, η οποία μόνη της έχει περισσότερο χρέος (1,6 τρισεκατομμύρια) απ’ ό,τι όλες οι υπόλοιπες χώρες μαζί (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία, αν και αυτή η τελευταία δεν έχει μπει ακόμα σε Μηχανισμό στήριξης). Κάτι έπρεπε να γίνει, λοιπόν, άμεσα, επειδή η ελληνική κρίση διαχεόταν παντού…
Δεύτερον, η αντίθεση πια δεν είναι μέσα στην Ελλάδα, ανάμεσα σε Κυβέρνηση και Αντιπολίτευση. Μεταφέρθηκε στην ίδια την Ευρώπη, ανάμεσα σε εκείνους που θέλουν να διατηρηθεί (έστω και με τροποποιήσεις) το σημερινό στάτους οικονομικής πολιτικής. Και σε εκείνους που θέλουν να αλλάξει…
Η νέα αντίθεση
Σε ποια σημεία εντοπίζεται η μεγάλη αυτή διαφωνία;
Η μία πλευρά (ας πούμε η Μέρκελ, αλλά το πράγμα είναι πιο πολύπλοκο), επιθυμούσενα διατηρηθεί η «συμμετοχή των ιδιωτών» στο ρίσκο του δανεισμού. Αυτό καθιστά κυρίαρχο το ρόλο των «Οίκων Αξιολόγησης», δημιουργεί πρόβλημα γι τη ρευστότητα των τραπεζών (που έχουν στη διάθεσή τους «τοξικά ομόλογα» από «προβληματικές χώρες»), επιβαρύνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και γενικά καθιστά την κρίση εξόχως μεταδοτική. Αφού η «συμμετοχή των ιδιωτών» προκαλεί και προσκαλεί τις επιθέσεις των κερδοσκόπων στις αγορές κρατικών ομολόγων…
Η άλλη πλευρά ζητούσε ουσιαστικά έκδοση ευρωομόλογου, ώστε να μειωθεί το ρίσκο και το κόστος του δανεισμού για τα προβληματικά κράτη, να εξουδετερωθούν οι επιθέσεις των κερδοσκόπων, να ανακοπεί η μεταδοτικότητα της κρίσης χρέους μέσα στην ευρωζώνη, να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα του κρατικού χρέους και η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, αλλά και να σταθεροποιηθεί το ίδιο το ευρώ.
Σε αυτή τη δεύτερη πλευρά, βασικός εκπρόσωπος αναδείχθηκε ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης στην Ελλάδα, ο Αντώνης Σαμαράς.
Κι αυτό εξηγεί γιατί δόθηκε, τελικά, τόσο μεγάλη προβολή στις θέσεις του. Δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το «ειδικό πολιτικό του βάρος», αφού δεν μπορεί να εμποδίσει την ψήφιση των «μέτρων» στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά επιμένει να διαφωνεί… Και δεν διαφωνεί μόνο, προτείνει μιαν ολόκληρη διαφορετική στρατηγική, που συνοψίζεται σε τρία πράγματα:
Ευρω-ομόλογο,
Επαναγορά ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά
Μέτρα Ανάκαμψης στις εθνικές οικονομίες που έχουν πρόβλημα. Για την Ελλάδα, μάλιστα, έχει διατυπώσει πλήρεις προτάσεις «Επανεκκίνησης» της οικονομίας.
Με τις απόψεις του για ευρω-ομόλογο συμφώνησαν οι περισσότεροι μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ο Τρισέ, ο Γιούγνκερ, Πρωθυπουργοί χωρών του Νότου κλπ.). Ακόμα και ο κ. Παπανδρέου συμφώνησε, αλλά δεν έκανε τίποτε γι’ αυτό (πέρα από εκείνη την πρωτοβουλία για συλλογή υπογραφών και πανευρωπαϊκό δημοψήφισμα, η οποία ξεχάστηκε στη συνέχεια).
Με τις απόψεις Σαμαρά ενάντια στην συμμετοχή των ιδιωτών συμφώνησαν όλοι οι προηγούμενοι, πλην Παπανδρέου. Όλοι αντελήφθησαν ότι το ευρωομόλογο προτείνεται για να μην υπάρξει συμμετοχή ιδιωτών και να εξαλειφθούν οι κερδοσκοπικές επιθέσεις στις αγορές. Ο μόνος που δεν το κατάλαβε ήταν ο κ. Παπανδρέου, ο οποίος ήθελε καισυμμετοχή ιδιωτών και ευρω-ομόλογο (που προτάθηκε για να αποτραπεί η συμμετοχή ιδιωτών)!
Με τις προτάσεις Σαμαρά για επαναγορά ομολόγων, επίσης συμφώνησαν οι περισσότεροι.
Διαφωνίες υπήρξαν, ως πολύ πρόσφατα για την επείγουσα ανάγκη μέτρων«Επανεκκίνησης» της Ελληνικής Οικονομίας. Συνήθως η αντίρρηση που προβάλλεται είναι «πρώτα σταθεροποίηση-ύστερα ανάκαμψη», δηλαδή πρώτα να μειωθεί δραστικά το έλλειμμα κι ύστερα να δούμε τι θα κάνουμε με την Επανεκκίνηση της Οικονομίας.
Αλλά και σε αυτό οι αντιρρήσεις έχουν αρχίσει να κάμπτονται, ιδιαίτερα όταν φάνηκε ότι, παρά τα μέτρα και τα νέα μέτρα, το έλλειμμα στην Ελλάδα εξακολουθεί να μεγαλώνει! Συνεπώς, δεν γίνεται μείωση του ελλείμματος χωρίς ταυτόχρονη ανάκαμψη. Όπως ακριβώς, υποστηρίζει ο Σαμαράς εξ αρχής…
Ποια ήταν η κατάληξη της περασμένης Πέμπτης λοιπόν;
Συμβιβασμός στη μέση…
Αυτό που συμφωνήθηκε, τελικά, ήταν ένας συμβιβασμός στη μέση:
– Δεν συμφωνήθηκε ευρωομόλογο, αλλά δόθηκαν εγγυήσεις για τον ελληνικό δανεισμό που μοιάζουν με αυτό που θα αποκαλούσαμε «άτυπο ευρω-ομόλογο». Μ’ άλλα λόγια, προσφέρθηκαν στην Ελλάδα ορισμένα χαμηλότοκα δάνεια, όπως αυτά που θα δίνονταν αν είχε εκδοθεί ευρω-ομόλογο. Αλλά αυτή η ρύθμιση ενώ απέχει πολύ απ’ αυτό που ίσχυε ως τώρα, εντούτοις απέχει πολύ κι απ’ αυτό που θα ίσχυε, αν λειτουργούσε πλήρως ο Μηχανισμός των ευρω-ομολόγων.
Δεν υπάρχει ούτε ο απαραίτητος αυτοματισμός, ούτε παρέχεται πλήρης κάλυψη σε όσες χώρες θα είχαν πρόβλημα. Επομένως, οι κερδοσκοπικές επιθέσεις θα επανέλθουν, δοκιμάζοντας τις αντοχές μιας εύθραυστης περιορισμένης «λύσης».
– Συμφωνήθηκε η επαναγορά ομολόγων μέσω του Προσωρινού Μηχανισμού Στήριξης (EFSF) από τη δευτερογενή αγορά. Αυτό πράγματι, θα μπορούσε να εμποδίσει τις επιθέσεις των κερδοσκόπων. Πολύ περισσότερο που αφορά όχι μόνο την Ελλάδα και τις δύο χώρες που βρίσκονται στο Μηχανισμό (Ιρλανδία και Πορτογαλία), αλλά μπορεί να γίνει προληπτικά και για τα ομόλογα άλλων χωρών που θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα στο μέλλον (Ισπανία, Ιταλία).
Εδώ η απόφαση φαίνεται πιο «γενναία», αλλά μόνο στα… χαρτιά!
Γιατί στην πραγματικότητα δεν δόθηκαν τα κεφάλαια στο Μηχανισμό (EFSF) να μπορέσει να παρέμβει στις αγορές όταν και όπου χρειαστεί.
Βγήκαν τα «όπλα» στο πεδίο της μάχης, αλλά δεν τους δόθηκαν ούτε «καύσιμα» ούτε «πυρομαχικά»…
– Προβλέπεται μείωση του ελληνικού χρέους και του κόστους εξυπηρέτησής του. Αλλά σε βαθμό που κρίνεται απ’ όλους εντελώς ανεπαρκής: Το χρέος θα μειωθεί κατά 11,5% ή 26 δισεκατομμύρια, πράγμα που σημαίνει ότι θα φτάσει το 150% περίπου, αν όλα πάνε καλά (από 127% που ήταν το 2009). Και οι τόκοι θα μειωθούν κάπως σε σχέση με εκεί που θα έφταναν αλλιώς, αλλά και πάλι θα παραμείνουν πάνω από 18 δισεκατομμύρια το χρόνο (σε σχέση με 16 που είναι σήμερα και 13 που ήταν το 2009).
– Ακόμα καλύφθηκε πλήρως η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών. Κι αυτό υπήρξε ιδιαίτερα θετικό. Αλλά δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη ακόμα, ώστε αυτή η ρευστότητα να φτάσει στην πραγματική οικονομία. Άρα δεν αποκαταστάθηκαν συνθήκες για τηχρηματοδότηση της Ανάκαμψης, που είναι απαραίτητη ώστε να αρχίζει να λειτουργεί η Ελληνική Οικονομία.
– Αναγνωρίστηκε, εμμέσως έστω, η ανάγκη Ανάκαμψης της Ελληνικής Οικονομίας. Και προωθείται η ιδέα μια επενδυτικής ενίσχυσης. Μέσω μιας πρωτοβουλίας, που αρχικά ονομάστηκε ένα σύγχρονο «Σχέδιο Μάρσαλ» για την Ελλάδα, λίγο αργότερα, όμως, αυτός ο όρος σιωπηλά αποσύρθηκε από το τελικό κείμενο της απόφασης. Τελικώς διευκρινίστηκε ότι θα πρόκειται μάλλον για διευκόλυνση απορρόφησης των διαρθρωτικών κοινοτικών κονδυλίων, των ΕΣΠΑ. Αν και αφήνεται να εννοηθεί – χωρίς καμιά απολύτως δέσμευση, μέχρι στιγμής – ότι θα δοθούν κι άλλα.
Όμως εκείνο που χρειάζεται είναι, όχι απλώς να δοθεί μια ώθηση στην Ελληνική Οικονομία, χωρίς συνέχεια. Αλλά να μπει μπροστά η ίδια η δυναμική της Ελληνικής Οικονομίας.
Κι αυτό απαιτεί, όχι απλώς μια «ένεση» απ’ έξω, αλλά μια διαρθρωτική αλλαγή στην ίδια την Οικονομία.
Η κατ’ εξοχήν διαρθρωτική αλλαγή, που θα είχε μακροχρόνιες αναπτυξιακές προοπτικές, είναι η αλλαγή του φορολογικού συστήματος. Με γενναίες φορολογικές περικοπές. Μέχρι στιγμής αυξάνουν τους φόρους, αντί να τους μειώνουν. Κι όταν επιτείνεται η φορολογική ασφυξία σε μιαν Οικονομία που βρίσκεται ήδη σε ύφεση, όσα χρήματα κι αν ρίξεις «απ’ έξω», μόνο περιορισμένα και βραχυχρόνια αποτελέσματα θα υπάρξουν.
Πολύ περισσότερο που η νέα Συμφωνία οδηγεί σε νέα δανειακή σύμβαση που απαιτείνέα σκληρότερα μέτρα, φέρνει μεγαλύτερη ύφεση και απαιτεί και κάποιεςεμπράγματες εγγυήσεις δανεισμού.
Δηλαδή υπονομεύει ακόμα περισσότερο και την Οικονομία και την Κοινωνία και την Πολιτική. Τα τινάζει όλα στον αέρα!
Έτσι, λοιπόν, η συμφωνία που επιτεύχθηκε απλώς συμβιβάζει προσωρινά τις δύο διαφορετικές απόψεις που υπάρχουν. Και αναπαράγει την σύγκρουση ανάμεσά τους. Δεν λύνει τη μεταξύ τους διαφωνία.
Όπως δεν λύνει ούτε το πρόβλημα.
Πώς βγαίνει μια χώρα από την κρίση υπερδανεισμού
Διότι τα μεγάλα ερωτήματα που αφορούν μιαν υπερχρεωμένη χώρα είναι τρία:
Πρώτον, πόσο χρωστάει συνολικά (ως ποσοστό του ΑΕΠ της).
Δεύτερον, τι τόκους πληρώνει ετησίως (πάλι ως ποσοστό του ΑΕΠ της).
Και τρίτον, τι δυναμική ανάπτυξης έχει, ώστε να μπορέσει να εξυπηρετήσει το χρέος της.
Τα δύο πρώτα αφορούν τους όρους δανεισμού.
Το τελευταίο αφορά την ίδια τη δυναμική της οικονομίας της.
Μέχρι στιγμής μας βελτιώνουν τους όρους δανεισμού, οριακά, αλλά δεν μας επιτρέπουν ανάκαμψη και ανάπτυξη.
Εμείς οφείλουμε, κατά προτεραιότητα να επιδιώξουμε το τρίτο (και ό,τι περαιτέρω βελτιώσεις μπορούμε στα άλλα δύο).
Αν η Οικονομία της Ελλάδας δεν μπει σε ανοδική τροχιά, όσο ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής κι αν μας δώσουν, δεν θα μπορέσει το χρέος μας να γίνει «βιώσιμο». Και δεν θα αποφύγουμε τη χρεοκοπία.
Η πολιτική που επιβάλλουν στην Ελλάδα δεν έγινε λιγότερο ασφυκτική απ’ ό,τι πριν. Και το αδιέξοδο της πολιτικής αυτής δεν θα ξεπεραστεί απλώς με την «ελάφρυνση των όρων δανεισμού» όσο συνεχίζεται η ασφυξία της ύφεσης.
Και τον περασμένο Μάρτιο βελτιώθηκαν οι όροι δανεισμού του «επισήμου χρέους» (από το Μνημόνιο). Και τώρα βελτιώθηκαν οι όροι δανεισμού του «ιδιωτικού χρέους» (από τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία).
Αλλά πέρσι το Μάρτιο, μετά τους τότε «πανηγυρισμούς» για τη βελτίωση, η ελληνική οικονομία κατέρρευσε, η αποτυχία του Μνημονίου δεν ανακόπηκε και χρειάστηκαν κι άλλες «σωστικές» παρεμβάσεις…
Και μετά τους σημερινούς «πανηγυρισμούς» για τη νέα βελτίωση των όρων δανεισμού, η οικονομική ασφυξία θα συνεχιστεί και το Μνημόνιο θα εξακολουθεί να αποτυγχάνει.
Εκείνο που χρειάζεται είναι η καταπολέμηση της ύφεσης, για να αποδώσουν όλα τα υπόλοιπα.
Μια Συμφωνία που βελτιώνει το ένα σκέλος του προβλήματος (όρους δανεισμού, δηλαδή επιτόκια επιμήκυνση), αλλά χειροτερεύει το άλλο το σπουδαιότερο (δηλαδή την ύφεση της Οικονομίας) είναι ανεπαρκής ως λύση.
Σε περιόδους μεγάλης και βαθιάς συστημικής κρίσης, ενδιάμεσοι συμβιβασμοί δεν λύνουν κανένα πρόβλημα. Στην καλύτερη περίπτωση, απλώς επιτρέπουν να κερδηθεί λίγος χρόνος.
Ο Σαμαράς έχει κάθε λόγο να επιμείνει στην πολιτική του.
Η συμφωνία που επιτεύχθηκε είναι ήδη δικαίωσή του. Δεν θα είχαν κανένα λόγο να τα κάνουν όλα αυτά, αν τα προηγούμενα δούλευαν.
Λίγο καλύτεροι όροι δανεισμού θα έχουν νόημα και θα βοηθήσουν μόνον μια Οικονομίαπου αναπτύσσεται. Και ο Σαμαράς οφείλει να επιμείνει στην Ανάκαμψη και Ανάπτυξη της Οικονομίας.
Όσοι πανηγυρίζουν για την τωρινή συμφωνία δεν κατάλαβαν ούτε γιατί απέτυχε το Μνημόνιο, ούτε γιατί δεν άρκεσε το Μεσοπρόθεσμο, ούτε γιατί κι αυτή η συμφωνία δεν αρκεί.
Ούτε για το Ελληνικό πρόβλημα, ούτε για το Ευρωπαϊκό.
Τηλέμαχος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου