Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011

Ενα παραμύθι με ένα ελπιδοφόρο και ένα τραγικό τέλος


(Αφιερωμένο στην “6η δόση” και σ’ όλες τις επόμενες που εξασφαλίζει η Δανειακή Σύμβαση.)

Η Ελλάδα είναι:
Ένα παιδί που στα 14 του μπλέκει με κακές παρέες.
Του προσφέρουν “χόρτο”.
Μέχρι τα 15-16 έχει καπνίσει όλα… τα
Ζωνιανά!
Ανώριμο όντας, όχι μόνο δεν αντιλαμβάνεται πού οδηγείται αλλά καμαρώνει κι από πάνω και μπλέκεται όλο και περισσότερο σ’ αυτόν τον κύκλο!
Ένα βράδυ σ’ ένα πάρτυ όλη η παρέα ξεσαλώνει κι αυτός χρειάζεται κάτι παραπάνω.
Οι γύρω του καταπίνουν “κουμπιά” και τότε έρχεται ο dealer του και του προσφέρει και το χάπι.
Περνάει ένα ξέφρενο βράδυ και φυσικά θα το επαναλάβει.
Συχνά-πυκνά παίρνει χάπια και περνά ξέφρενα βράδια.
Ο έμπορος ξέρει καλά τι το περιμένει το 16χρονο, αλλά παρόλα αυτά του προσφέρει όλο και περισσότερα.
Και το διευκολύνει όποτε χρειάζεται.
Και να μην έχει λεφτά μια μέρα… δεν έγινε τίποτα!
Παίρνει τη δόση και του χρωστά τα λεφτά.
Φτάνει στα 17 του και πλέον έχει μπει για τα καλά στον κόσμο των ναρκωτικών.
Κάποια μέρα ο έμπορος τον πιέζει να του προσφέρει και ηρωίνη.
Το 17χρονο είναι πλέον εξαρτημένο από τα “μαλακά”, είναι μπασμένο στα κόλπα και δεν του είναι τίποτα να πέσει και στα σκληρά, αλλά παρόλα αυτά δεν ενδίδει ακόμη.
Κάποια μέρα το 17χρονο ζητά “κουμπί” και ο dealer όλως τυχαίως δεν έχει πάνω του παρά μόνο ηρωίνη.
Το 17χρονο, ευρισκόμενο σε ανάγκη, πείθεται εύκολα και πλέον μπαίνει στο φαύλο κύκλο του θανάτου.
Τότε η μία δόση φέρνει την άλλη, η άλλη την παράλλη και το παιδί έχει γίνει πια πρεζόνι.
Αδυνατεί να φανταστεί τη ζωή του χωρίς την πρέζα.
Δεν μπορεί όμως να αντιληφθεί ότι υπάρχει ζωή χωρίς την πρέζα, αρκεί να το πιστέψει και να το προσπαθήσει.
Θα χρειαστούν οι ειδικοί και οι επιστήμονες μα πάνω απ’ όλα θα χρειαστεί η δική του θέληση να ζήσει πια αξιοπρεπώς, απαλλαγμένο από τις δόσεις.
Στεκόμενοι εμείς απ’ έξω γνωρίζουμε φυσικά πως όχι μόνο υπάρχει ζωή χωρίς τις δόσεις, αλλά είναι και απείρως καλύτερη της εξαρτημένης ζωής.
Έρχεται η ώρα λοιπόν που ο νεαρός δεν έχει φράγκο πια για να πληρώσει τις δόσεις του κι ο έμπορος που παλιά του τα ‘δινε όλα εύκολα, τώρα του λέει ότι θέλει να δει τα λεφτά πρώτα για να του δώσει.
Και πού θα βρει τα λεφτά; Να σκιστεί και να τα βρει!
Κανείς όμως δεν παίρνει ένα πρεζόνι στη δουλειά του.
Έτσι αναγκάζεται να στραφεί στις μικροκλοπές για να βγάζει τα λεφτά απ’ τις δόσεις.
Κλέβει πορτοφόλια, κινητά, ό,τι βρει, αρκεί να βγει ό,τι ποσό χρειάζεται.
Μπαίνει λοιπόν και στο φαύλο κύκλο της παρανομίας.
Αφού τα βολεύει έστω και κουτσά-στραβά, βολεύεται ζώντας με αυτόν τον τρόπο.
Ο έμπορος αντιλαμβανόμενος πως η ανάγκη του μικρού για τη δόση έχει πολλαπλασιαστεί, τότε κάνει το αυτονόητο στον κόσμο των αγορών: εκμεταλλεύεται την αυξημένη ανάγκη και αυξάνει συνεχώς την τιμή της δόσης, γνωρίζοντας βέβαια ότι ο μικρός αδυνατεί να του τα δώσει.
Ο μικρός λοιπόν μην έχοντας άλλη λύση, εντείνει τις κλοπές, και εκθέτει τον εαυτό του (και τους άλλους) σε πολλαπλάσιο κίνδυνο, ενώ η δόση παραμένει ίδια και του προσφέρει όλο και μικρότερη ανακούφιση.
Ο μικρός λοιπόν νομίζιε πως κλέβει για τον ίδιον.
Στην πραγματικότητα όμως κλέβει για να καλύψει το υπερκέρδος του εμπόρου (εισπράττοντας αδρά την υπεραξία της ανάγκης), ο οποίος στην ουσία τον έχει στη δούλεψή του για να αποσπά κέρδη.
Ο νεαρός λοιπόν έχει γίνει στα μάτια της κοινωνίας λοιπόν ένας εγκληματίας.
Όλοι οι γείτονες πλέον τον λοιδωρούν. Κι οι παλιές κακές παρέες του ακόμη.
Κάποια μέρα, οι αρχές αποφασίζουν να πιάσουν μερικά πρεζάκια για να “πατάξουν” το μικροέγκλημα.
Ο έμπορος-συνεργάτης των αρχών “δίνει” τον μικρό στην Αστυνομία, αφού πλέον του ήταν σχεδόν άχρηστος.
Τον είχε ξεζουμίσει σωματικά και χρηματικά.
Δεν τον χρειαζόταν πια.
Ο μικρός πλέον είναι στην πόρτα του δικαστηρίου.
Έχει δυο δρόμους τώρα πια:
1) να εκτίσει μια ολιγόμηνη φυλάκιση, αδιαφορώντας για την ελευθερία του, να συντηρείται εκεί μέσα με δόσεις από τους δεσμοφύλακες-βαποράκια και να περιμένει απλώς τη μέρα που θα βγει έξω ακόμη πιο εξαρτημένος, ντροπιασμένος και αδύναμος πια να αντιδράσει, με δεδομένη τη σύντομη ημερομηνία θανάτου του.
2) να αποφασίσει με όλες του τις δυνάμεις να απεξαρτηθεί και να επικαλεστεί στο δικαστήριο την εξάρτησή του ως απόλυτη και μοναδική αιτία των πράξεών του και βάσει αυτού να ζητήσει την αθώωσή του (προβλέπεται), με ταυτόχρονη εισαγωγή του σε κλινική απεξάρτησης από τα ναρκωτικά.
Τι έγινε στο τέλος;;;
Υπάρχουν δύο εκδοχές.
1) Μπήκε στη φυλακή για μερικούς μήνες, όπου συνέχισε να ζει με τις δόσεις.
Τώρα πια τις είχε πιο πολλή ανάγκη.
Χρυσοπλήρωνε τους δεσμοφύλακες γι’ αυτές.
Κάποια στιγμή επιτέλους βγήκε απ’ τη φυλακή και προσπαθώντας να επανέλθει στην κοινωνία, όλοι αντίκρυζαν ένα τελειωμένο και αδύναμο πρεζάκι και κανείς δε του δινε ούτε 50λεπτο για να φάει μια τυρόπιτα.
Κανείς φυσικά δεν του έδινε δουλειά (και άρα λεφτά) σε τέτοια χάλια που ήταν.
Τις δόσεις τις είχε ακόμη μεγαλύτερη ανάγκη.
Στο σπίτι του δεν ήταν πια αποδεκτός ούτε χρήσιμος. Τους ντρόπιαζε.
Τα βράδια κρύωνε, συνέχισε να ελπίζει στις μικροκλοπές , μα τώρα πια ήταν πολύ αδύναμος κάι δεν ήταν ικανός ούτε γι’ αυτές.
Μια μέρα βρέθηκε νεκρός, παρατημένος σε μια γωνιά του δρόμου.
Κανείς δε νοιάστηκε. Οι περαστικοί γυρίζαν το κεφάλι τους απ’ την άλλη.
Ούτε οι γονείς του δε μάθαν γι’ αυτόν.
Πέθανε μόνος, άκλαυτος κι αβοήθητος.
2) Οι δικαστές δέχτηκαν την αίτηση για αθώωση, δεχόμενοι, όπως προβλέπει ο Νόμος, ως μοναδική αιτία των παράνομων πράξεών του την εξάρτηση από τα ναρκωτικά, πεπεισμένοι από την ισχυρή θέληση του νεαρού να απεξαρτηθεί και να επιστρέψει δυνατός και καθαρός στην κοινωνία.
Ο μικρός πήγε στην κλινική απεξάρτησης.
Στην αρχή ήταν δύσκολα.
Πολλά βράδια ένιωθε αφόρητους πόνους (σύνδρομο στέρησης). αλλά οι γιατροί ήξεραν τη δουλειά τους και περιόριζαν όσο μπορούσαν τους πόνους.
Ο νεαρός ναι μεν πονούσε τον πρώτο καιρό, αλλά τον κρατούσε η ελπίδα του ότι αυτοί οι πόνοι θα κρατήσουν λίγο και ότι θα έλθει μια καλύτερη, μια φυσιολογική ζωή γι’ αυτόν, όπως αξίζει στον καθένα.
Απ’ τη στιγμή που έμπλεξε εξάλλου, κάποιοι πόνοι ήταν αναπόφευκτοι.
Οι γονείς τον στήριξαν σε αυτή του την προσπάθεια, υλικά και ψυχολογικά.
Όποτε τους χρειάστηκε, στις απειλές και τους εκβιασμούς των εμπόρων, αυτοί ήταν εκεί να βοηθήσουν με όλες τους τις δυνάμεις.
Κάποια στιγμή, μετά από κάποιους πόνους και κάποιες στερήσεις, κατάφερε και απεξαρτήθηκε.
Επέστρεψε σπίτι του καθαρός, απεξαρτημένος, δυνατός, αξιοπρεπής και κυρίως υγιής.
Απαλλαγμένος πια από εξαρτήσεις και εμπόρους-βαποράκια του θανάτου.
Η κοινωνία ήταν διστακτική μαζί του αρχικά, αλλά σιγά-σιγά τον αποδέχτηκε και πάλι στους κόλπους της.
Και μάλιστα τελικά τον θαύμασε για την επιμονή του να νικήσει την αναγκη του για δόσεις. Γιατί έδωσε ελπίδα και στους άλλους εξαρτημένους ότι με αγώνα μπορούν να νικήσουν το θηρίο της εξάρτησης.
Σήμερα είναι ένας αξιοπρεπής ώριμος άντρας που έχει τη δουλειά του, την ελευθερία του, την οικογένειά του, το σπίτι του, την υγεία του, τη ζωή του.
Εσείς ποιον από τους 2 δρόμους θα επιλέγατε;;;
Τη συνέχεια της εξάρτησης από τις δόσεις, οι οποίες νομοτελειακά οδηγούν στο θάνατο;
Ή την απεξάρτηση απ’ τις δόσεις, με αγώνα, παρά τους πρόσκαιρους πόνους, και την δεδομένη επιστροφή στη φυσιολογική ζωή;
Αφιερωμένο στην “6η δόση” και σ’ όλες τις επόμενες που εξασφαλίζει η Δανειακή Σύμβαση.
Πρωταγωνιστές:
Νεαρός: Ελλάδα (Κράτος)
Κακές παρέες: Ευρωπαική Ένωση, Σύμφωνο Σταθερότητας
Έμπορος: Δανειστές, Αγορές
Δεσμοφύλακες: Μηχανισμός “Στήριξης”, Κυβέρνηση “Εθνικής Σωτηρίας”
Δικαστές: Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης
Νόμος: Διεθνές Δίκαιο
Γιατροί: Οι μπροστάρηδες της Απαλλαγής απ’ την Τρόικα
Γονείς: Ελληνικός Λαός


http://toixo-toixo.blogspot.com/2011/11/blog-post_12.html

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου